- διακινηθείς
- διακινέωmove slightlyaor part pass masc nom/voc sgδιακῑνηθείς , διακινέωmove slightlyaor part pass masc nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυφεραίνω — ΝΑ [τρυφερός] νεοελλ. 1. κάνω κάτι τρυφερό, τό απαλύνω 2. (αμτβ.) γίνομαι τρυφερός αρχ. παθ. τρυφεραίνομαι καθίσταμαι τρυφηλός («διακινηθεὶς τῷ σώματι καὶ τρυφερανθείς», Αριστοφ.) … Dictionary of Greek